πρασινάδα — η 1. χρώμα του πράσινου: Κι η περηφάνια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα (Βαλαωρίτης). 2. χλόη, χορτάρι, γρασίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… … Dictionary of Greek
Prasinada (Xanthi), Greece — Prasinada ( el. Πρασινάδα) is a settlement in the Xanthi prefecture of Greece … Wikipedia
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… … Dictionary of Greek
χλοερότητα — η / χλοερότης, ότητος, ΝΜΑ [χλοερός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού χλοερού νεοελλ. πρασινάδα … Dictionary of Greek
χλοοβριθής — ές, Ν (για τόπο) γεμάτος χλόη, γεμάτος πρασινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + βριθής (< βρίθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χλωρασιά — και χλωρουσιά, η, Ν 1. χλωρή τροφή ζώων 2. (γενικά) χλόη, πρασινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός, κατά τα ουσ. σε α σιά (πρβλ. χορτ α σιά)] … Dictionary of Greek
χορτάρι — το / χορτάριον, ΝΜΑ 1. χόρτο, χλόη, πρασινάδα νεοελλ. κάθε ποώδες φυτό («και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινόμενο από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη», Σολωμ.) αρχ. μικρός χόρτος*, μικρό περιβόλι, περιβολάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος +… … Dictionary of Greek
χορταριά — η, Ν [χορτάρι] 1. χλόη, πρασινάδα 2. συνεκδ. έκταση καλυμμένη από Χλόη … Dictionary of Greek